Στο μικροσκόπιο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου οι διορισμοί σε ΕΣΡ και ΑΔΑΕ
Σε μια σημαντική εξέλιξη για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ζητά επίσημες εξηγήσεις από την ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τους αμφιλεγόμενους, κατά τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, διορισμούς μελών στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2023.
Το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της Ευρώπης έδωσε σήμερα, Τρίτη 15 Ιουλίου, το πράσινο φως, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση ως “Communicated Case” (Διαβιβασθείσα Υπόθεση). Με αυτή την κίνηση, στέλνει ένα σαφές μήνυμα στην Αθήνα: οι συγκεκριμένοι διορισμοί μπαίνουν πλέον στο μικροσκόπιο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η υπόθεση εκκινεί από τις εκλογές μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 28 Σεπτεμβρίου 2023 από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Το Σύνταγμα επιτάσσει για τέτοιους διορισμούς την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5).
Ενώ η Διάσκεψη απαρτιζόταν από 27 μέλη, το 3/5 αντιστοιχούσε σε 16,2 ψήφους. Ωστόσο, η κυβέρνηση επέλεξε να στρογγυλοποιήσει προς τα κάτω, στους 16 ψήφους, θεωρώντας ότι είχε επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Αυτή η «αριθμητική» προσέγγιση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με τον ΔΣΑ να υποστηρίζει ότι η σωστή στρογγυλοποίηση θα έπρεπε να είναι προς τα πάνω, δηλαδή σε 17 ψήφους, και ότι οι διορισμοί ήταν, ως εκ τούτου, παράνομοι. Παρά τις ενστάσεις, οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις εκδόθηκαν κανονικά.
Σύμφωνα με τον ΔΣΑ, δύο κύριες παραβάσεις εγείρονται:
- α) Έλλειψη προηγούμενης διαβούλευσης: Οι διορισμοί φέρονται να έγιναν χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τα πολιτικά κόμματα, μια διαδικασία που κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη της συνταγματικά απαιτούμενης ευρύτερης συναίνεσης.
- β) Μη τήρηση της προβλεπόμενης πλειοψηφίας: Η επιλογή των προσώπων πραγματοποιήθηκε με 16 επί συνόλου 27 ψήφων. Αυτό, κατά τον ΔΣΑ, συνιστά μία ψήφο λιγότερη από τις ελάχιστες συνταγματικά απαιτούμενες (τα 3/5) των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής (άρθρο 101Α παρ. 2 του Συντάγματος). Η στρογγυλοποίηση των 16,2 ψήφων προς τα κάτω αμφισβητείται ως πρόδηλη παραβίαση του Συντάγματος.
Ο ΔΣΑ επισημαίνει ότι αυτή η συνταγματική παράβαση δεν εμπίπτει στα δικαστικώς ανέλεγκτα «interna corporis» (εσωτερικά ζητήματα) του νομοθετικού σώματος. Αντιθέτως, αποτελεί όρο εφαρμογής της αντίστοιχης συνταγματικής διάταξης και, ως εκ τούτου, ελέγχεται δικαστικώς, παραπέμποντας σε σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΑΕΔ 11/2003, Ολ.ΣτΕ 668/2012, Ολ.ΣτΕ 2304/1995).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τις αιτήσεις ακύρωσης επιμελήθηκε ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κ. Νίκος Αλιβιζάτος.
Η «μάχη» του ΔΣΑ στην ελληνική δικαιοσύνη
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, αναλαμβάνοντας δράση, υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δύο προσφυγές ακύρωσης κατά των υπουργικών αυτών αποφάσεων στις 23 Νοεμβρίου 2023.
Ωστόσο, την 1η Νοεμβρίου 2024, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε τις προσφυγές του ΔΣΑ, χαρακτηρίζοντάς τις απαράδεκτες λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Το ΣτΕ έκρινε ότι οι υπουργικές αποφάσεις ήταν ατομικές πράξεις που απαιτούσαν την απόδειξη «συγκεκριμένης ατομικής βλάβης» για να προσβληθούν. Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν είχαν την εξουσία να αμφισβητούν τέτοιες πράξεις, ακόμη και αν ήταν «γενικού συμφέροντος», καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση της «actio popularis» (λαϊκής αγωγής), η οποία δεν προβλέπεται στο ελληνικό δίκαιο.
Το Στρασβούργο αναλαμβάνει… δράση
Τώρα, η υπόθεση μεταφέρεται στο Στρασβούργο, με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών να καταγγέλλει παραβίαση του δικαιώματός του σε πρόσβαση σε δικαστήριο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο ΔΣΑ υποστηρίζει ότι η άρνηση του Συμβουλίου της Επικρατείας να εξετάσει τις προσφυγές του επί της ουσίας του στέρησε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Παράλληλα, ο ΔΣΑ ισχυρίζεται, βάσει των Άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, ότι έχει παραβιαστεί η ελευθερία πληροφόρησης και επικοινωνίας των μελών του (των δικηγόρων), καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αναγνώρισε έννομο συμφέρον σε όσους δεν μπορούσαν να αποδείξουν «συγκεκριμένη ατομική βλάβη που τους επηρεάζει άμεσα», προκειμένου να αμφισβητήσουν τις επίμαχες υπουργικές αποφάσεις.
ΠΗΓΗ: Nomiki Bibliothiki
Content Original Link:
" target="_blank">