Bloomberg: Μερτς και Μακρόν δεν ήθελαν, απλώς, να εμπλακούν σε εμπορικό πόλεμο με τον Τραμπ
Το σημαντικότερο μειονέκτημα που αντιμετώπισαν οι διαπραγματευτές της ΕΕ καθ' όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ήταν ότι οι εθνικές κυβερνήσεις -και ιδιαίτερα της Γερμανίας και της Γαλλίας- δεν ήταν έτοιμες να ρισκάρουν οικονομικό κόστος προκειμένου να προκαλέσουν τον Τραμπ να κάνει παραχωρήσεις. Η ίδια η Φον ντερ Λάιεν δεν έκανε πολλά για να αντιδράσει και γρήγορα υποχώρησε από τον αρχικό στόχο της ΕΕ να επιδιώξει μια αμοιβαία επωφελή και ισορροπημένη συμφωνία, τονίζει το ρεπορτάζ.
"Tελικά η ΕΕ είναι αδύναμη"
Σύμφωνα με πηγές του Bloomberg, οι απεσταλμένοι της ΕΕ ενημερώθηκαν πριν από μια εβδομάδα ότι ουσιαστικά είχαν δύο επιλογές: να αποδεχτούν τους δασμούς 15% που πρότεινε ο Τραμπ ή να ανταποδώσουν. Αλλά οι πρεσβευτές προειδοποιήθηκαν ότι, για να μπορέσει το μπλοκ να αντεπιτεθεί αποτελεσματικά, θα έπρεπε να είναι έτοιμο να παραμείνει ενωμένο και προετοιμασμένο να αντέξει το κόστος. Δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Τελικά, η ΕΕ είναι αδύναμη, δήλωσε μία από τις πηγές, επειδή δεν είναι ούτε ενωμένη ούτε στρατηγική σε έναν κόσμο όπου η ισχύς έχει σημασία.
Την Κυριακή, ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς χαιρέτισε τη συμφωνία με τις ΗΠΑ, λέγοντας ότι η ενότητα των μελών της ΕΕ απέδωσε καρπούς. Ο Γάλλος υπουργός Εμπορίου Λοράν Σεν-Μαρτέν δήλωσε τη Δευτέρα ότι οι αξιωματούχοι της ΕΕ θα πρέπει να επιστρέψουν σύντομα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τους όρους της συμφωνίας.
«Δεν θέλω να σταματήσω σε αυτό που συνέβη χθες», δήλωσε στο ραδιόφωνο France Inter. «Αυτό θα ήταν σαν να αποδέχομαι ότι η Ευρώπη δεν είναι οικονομική δύναμη».
Για τί πίεσαν Γαλλία και Γερμανία
Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικεντρώνονταν σταθερά στην υπεράσπιση των εθνικών τους συμφερόντων αντί να σφυρηλατήσουν μια ισχυρή ευρωπαϊκή θέση και αναζητούσαν λύσεις που θα ελαχιστοποιούσαν τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους ζημιάς για τις βασικές τους βιομηχανίες, αναφέρει το ρεπορτάζ του Bloomberg.
Εν μέρει αυτό οφείλεται στις πολιτικές αδυναμίες στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου τόσο ο Μερτς όσο και ο Μακρόν αντιμετωπίζουν απειλή από δεξιούς λαϊκιστές που είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε πλήγμα στην οικονομία, αλλά και στις ανησυχίες για την εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας και στον φόβο ότι ο Τραμπ μπορεί να αντιδράσει στις εμπορικές πιέσεις μειώνοντας τη στήριξη προς την Ουκρανία.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ μάλιστα, καθ’όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αν και βασικές κυβερνήσεις έδειξαν τα «δόντια» τους, στο παρασκήνιο αναζητούσαν τρόπους να κατευνάσουν τις ΗΠΑ. Ενδεικτικά, το ρεπορτάζ αποκαλύπτει ότι η Γαλλία πίεσε για την ενεργοποίηση του εργαλείου κατά της εξαναγκαστικής πολιτικής της ΕΕ — ενός ευρείας κλίμακας μηχανισμού που θα επέτρεπε στο μπλοκ να πλήξει τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας και τις υπηρεσίες — ενώ η Γερμανία επέμεινε ότι όλες οι επιλογές παραμένουν ανοιχτές. Ωστόσο, στο παρασκήνιο, οι απαιτήσεις τους αποδυνάμωσαν τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ.
Επίσης από τις δύο λίστες αμερικανικών προϊόντων αξίας περίπου 100 δις δολαρίων στα οποία η ΕΕ εξέταζε να επιβάλλει αντίμετρα, τον Απρίλιο, η Κομισιόν, έπειτα από πίεση των κρατών μελών συμφώνησε να παγώσει τη μία. Κάποιοι θεώρησαν ότι αυτή η μετριοπαθής προσέγγιση θα έφερνε καλύτερο αποτέλεσμα, ενώ άλλοι πίστευαν ότι η ΕΕ αποδυνάμωνε τη θέση της.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Όπως υπενθυμίζει το Bloomberg και κατά τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, η ΕΕ απέσυρε όλα τα αντίμετρά της, ενώ οι ΗΠΑ διατήρησαν ορισμένους από τους δασμούς τους. Σύμφωνα με τις πηγές, οι προειδοποιήσεις από ορισμένους αξιωματούχους εντός της ομάδας της επιτροπής για το εμπόριο αγνοήθηκαν.
Αυτή τη φορά, οι αξιωματούχοι της Κομισιόν αντιμετώπισαν καταιγισμό αιτημάτων από τα κράτη-μέλη για την αφαίρεση προϊόντων από τη λίστα των αγαθών που θα στοχοποιούνταν με αντίποινα. Η Γαλλία, για παράδειγμα, ήθελε να εξαιρεθούν τα αμερικανικά οινοπνευματώδη, φοβούμενη ότι ο Τραμπ θα απαντούσε με δασμούς στη σαμπάνια και το κρασί.
Από τη Γερμανία, ο Μερτς ζητούσε επανειλημμένα μια γρήγορη και απλή συμφωνία, χωρίς όμως να καθορίζει με σαφήνεια τι σήμαινε αυτό, ενώ κατ’ ιδίαν παραπονιόταν ότι οι αξιωματούχοι της ΕΕ κολλούσαν στις λεπτομέρειες.
Η προστασία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν στο επίκεντρο των απαιτήσεων του Βερολίνου. Ένα σχέδιο που καταρτίστηκε από τον κλάδο και προωθήθηκε από Γερμανούς αξιωματούχους προέβλεπε ότι οι εταιρείες θα λάμβαναν ελάφρυνση δασμών με αντάλλαγμα επενδύσεις στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Bloomberg, ένας τέτοιος μηχανισμός διακινδύνευε να μεταφερθούν ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας και επενδύσεις στις ΗΠΑ.
Η ΕΕ δέχθηκε επίσης έντονο lobbying κατά τυχόν αντιποίνων από εταιρείες που επιθυμούσαν να συμφωνία μέχρι την προθεσμία αυτού του μήνα, σύμφωνα με τις πηγές. Πριν από τη συνάντηση της Κυριακής, το Παρίσι υπενθύμισε στην Κομισιόν να μην υποχωρήσει στις «κόκκινες γραμμές» του, οι οποίες περιλάμβαναν τον περιορισμό της πρόσβασης στην αγορά για πολλά αγροτικά προϊόντα και τη διατήρηση της ρυθμιστικής αυτονομίας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, Γάλλοι αξιωματούχοι πίεζαν την ομάδα της Φον ντερ Λάιεν να εξασφαλίσει μια καλή συμφωνία για τη βιομηχανία κρασιού τους
Content Original Link:
" target="_blank">