Όταν το ενοίκιο «πνίγει», οι εξώσεις επιταχύνονται: Η νέα πραγματικότητα στην εύρεση κατοικίας
Η Eurostat έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το έτος 2024. Όπως διευκρινίζεται στο μεθοδολογικό υπόμνημα της υπηρεσίας, το κόστος στέγασης δεν περιορίζεται απλώς στο ενοίκιο ή στη δόση ενός στεγαστικού δανείου. Περιλαμβάνει ένα ευρύτερο σύνολο δαπανών που σχετίζονται με την κατοικία, όπως είναι οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, πετρελαίου ή φυσικού αερίου, καθώς και οι φόροι και τα δημοτικά τέλη.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ένα, σημαντικό είναι επίσης πως από αυτό το ποσό αφαιρούνται τα στεγαστικά επιδόματα. Το διαθέσιμο εισόδημα, από την άλλη, υπολογίζεται ως το ισοδύναμο εισόδημα των νοικοκυριών μετά την αφαίρεση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Και οι δύο δείκτες εκφράζονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ώστε να είναι συγκρίσιμοι μεταξύ των κρατών.
Ελλάδα: Πρωταθλήτρια στο στεγαστικό βάρος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η συνολική εικόνα για την Ελλάδα επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί βιώνουν καθημερινά: το κόστος στέγασης αποτελεί μία από τις πιο βαριές οικονομικές υποχρεώσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά. Όπως καταγράφεται στο Διάγραμμα 1, η Ελλάδα κατέχει –με διαφορά– την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται για στέγαση. Συγκεκριμένα, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό ξοδεύει το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός του για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης. Ακολουθεί η Δανία με 26,3%, σχεδόν δέκα μονάδες χαμηλότερα, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 19,2%. Πρόκειται για μια ακόμη αρνητική πρωτιά που επιβεβαιώνει τη σοβαρότητα του στεγαστικού προβλήματος στη χώρα μας.
Το βάρος στους πιο ευάλωτους
Αν και η κατάσταση για το μέσο νοικοκυριό είναι ήδη δύσκολη, η εικόνα γίνεται δραματική όταν εστιάζουμε στα φτωχότερα νοικοκυριά. Το Διάγραμμα 2 δείχνει την επιβάρυνση για τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος. Σε αυτή την κατηγορία, το κόστος στέγασης εκτινάσσεται σε επίπεδα που αγγίζουν τα όρια της οικονομικής ασφυξίας: σχεδόν τα δύο τρίτα (66%) του διαθέσιμου εισοδήματος δαπανώνται μόνο για την κατοικία. Η Ελλάδα παραμένει πρώτη και εδώ, με τη Δανία να ακολουθεί, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά ανέρχεται στο 36,9%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό που ξοδεύει το μέσο ελληνικό νοικοκυριό για στέγαση είναι αντίστοιχο με αυτό που δαπανά ένα φτωχό νοικοκυριό στην υπόλοιπη Ευρώπη – μια εξαιρετικά ανησυχητική σύγκλιση.
Η πορεία του προβλήματος μέσα στον χρόνο
Για να κατανοήσουμε αν το στεγαστικό πρόβλημα είναι ένα νέο φαινόμενο ή έχει ρίζες στο παρελθόν, αξίζει να εξετάσουμε τη διαχρονική εξέλιξη του κόστους στέγασης στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 3. Το 2010, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα βρισκόταν στο 29% του διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι 21,5% στην Ε.Ε. Η διαφορά ήταν ήδη σημαντική, ωστόσο τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων επέφεραν περαιτέρω επιβάρυνση. Το 2014, η αναλογία έφτασε το 42,5% – σχεδόν διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (22,4%). Η ραγδαία πτώση των εισοδημάτων εκείνη την περίοδο, σε συνδυασμό με την αδυναμία προσαρμογής του κόστους στέγασης, επιδείνωσαν το φαινόμενο.
Από το 2015 και μετά, σημειώνεται μια σταδιακή υποχώρηση: το ποσοστό έπεσε στο 40,9% το 2018 και υποχώρησε πιο αισθητά στο 34,2% το 2021. Ωστόσο, αυτή η αποκλιμάκωση φαίνεται να αντιστρέφεται. Από το 2022, το κόστος στέγασης κινείται ξανά ανοδικά, καταγράφοντας το 2024 νέα αύξηση στο 35,5%.
Έρχονται ριζικές αλλαγές σε εξώσεις και ενοίκια
Σημαντικές αλλαγές έρχονται στις εξώσεις, την ίδια στιγμή που η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, με το ενοίκιο να αποτελεί βασικό βραχνά για κάθε νοικοκυριό. Από τον Ιανουάριο του 2026 θα μπορούν να προχωρούν σε εξώσεις χωρίς την προσφυγή στα δικαστήρια, μέσω της λεγόμενης «Διαταγής Απόδοσης Μισθίου» που θα εκδίδεται από ειδικά εξουσιοδοτημένο δικηγόρο.
Η νέα ρύθμιση έρχεται να αντιμετωπίσει το διαχρονικό πρόβλημα των ιδιοκτητών που δεν μπορούν να ανακτήσουν την κυριότητα του ακινήτου τους μετά τη λήξη της μίσθωσης. Όπως υποστηρίζει η ΠΟΜΙΔΑ, πρόκειται για μια «κοινωνικά δίκαιη λύση» που μπορεί να ενθαρρύνει περισσότερους ιδιοκτήτες να φέρουν ξανά κλειστά ακίνητα στην αγορά, αυξάνοντας τη διαθέσιμη προσφορά κατοικιών.
Ωστόσο, η απόφαση αυτή προκαλεί έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των ενοικιαστών. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Προστασίας Ενοικιαστών κάνει λόγο για «χαριστική βολή» τη στιγμή που η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε ιστορικά κρίσιμο σημείο. Με τα μισθώματα να έχουν εκτοξευτεί στα ύψη και τις απολαβές των πολιτών να μην μπορούν να ακολουθήσουν, πολλοί ενοικιαστές κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι, χωρίς επαρκή νομική προστασία.
Σύμφωνα με τη νέα διαδικασία, ο ιδιοκτήτης θα στέλνει εξώδικο τρεις μήνες πριν τη λήξη της σύμβασης. Αν το ακίνητο δεν αποδοθεί, μπορεί να ζητήσει διαταγή απόδοσης χωρίς την ανάγκη δικαστικής διαδικασίας. Η εκτέλεση γίνεται δύο μήνες μετά την κοινοποίηση, δίνοντας συνολικά έξι μήνες προθεσμία στον ενοικιαστή να αποχωρήσει. Υπάρχει δικαίωμα άσκησης ανακοπής, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Το ζήτημα πλέον δεν περιορίζεται μόνο στα νομικά εργαλεία που διατίθενται στους ιδιοκτήτες, αλλά εντείνεται με φόντο μια ανεξέλεγκτη στεγαστική κρίση. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί δραματικά την τελευταία πενταετία, ενώ η έλλειψη κοινωνικής κατοικίας και πολιτικών στήριξης των ευάλωτων ομάδων καθιστούν τις εξώσεις fast track ένα μέτρο που μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι η ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιοκτησίας και της διασφάλισης του θεμελιώδους δικαιώματος στην κατοικία. Η νέα ρύθμιση μπορεί να διευκολύνει την απονομή δικαιοσύνης για τους ιδιοκτήτες, όμως χωρίς συνοδευτικά μέτρα για την αναχαίτιση της στεγαστικής επισφάλειας, κινδυνεύει να εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες και να ωθήσει περισσότερους πολίτες στο περιθώριο.
Content Original Link:
" target="_blank">